
Η βραχνή φωνή του ψάλτη αντηχούσε παράφωνα και φάλτσα στην εκκλησία του χωριού εκείνη τη νύχτα της Ανάστασης, και ο ψάλτης, ο κυρ Ανδρέας, έτρωγε τα φωνήεντα και τις καταλήξεις, λες και θαλασσοπάλευε με τα κύματα του κανόνα του μεγάλου Σαββάτου:
«Κύματι θαλάσσης, τον κρύψαντα πάλαι διώκτην τύραννον, φάτνη κρυπτόμενον, κτείναι ζητεί ο Ηρώδης, αλλ' ημείς συν Μάγοις μέλψωμεν, τώ Κυρίω άσωμεν, ενδόξως γάρ δεδόξασται».
Το άγρυπνο βλέμμα της γιαγιάς μου ανάμεσα στις μετάνοιες και στα σταυροκοπήματα διέκρινε στα στασίδια των ανδρών μέσα στο μισοσκόταδο της εκκλησίας τον άνδρα της, τον παππού μου τον Θανάση, να κοιμάται του καλού καιρού, με το στόμα ολάνοιχτο όπως το συνήθιζε. Εγώ - 7 ή 8 χρονών θα ήμουν- περίμενα την ώρα που θα πρόβαλε στην ωραία πύλη ο παπα-Χρήστος να τρέξω για ν' ανάψω με το άγιο φως τη λαμπάδα μου.
-Τρέχα να ξυπνήσεις τον παππού σου. Θα τον βρει το "Xριστός ανέστη" κοιμισμένο. Τρέχα, ρεζίλι θα γίνει ο ευλογημένος πασχαλιάτικα, ψιθύρισε στ' αυτί μου η γιαγιά.
Ο παππούς μου ο Θανάσης, καφετζής στο επάγγελμα, ήταν θρήσκος αλλά με ένα δικό του τρόπο. Θα μπορούσε να πει κανένας ότι είχε την δικιά του θεολογία. Ό,τι δεν του άρεσε από τις επιταγές της εκκλησίας το προσάρμοζε έτσι ώστε να τον βολεύει. Στα θέματα της νηστείας για παράδειγμα εφάρμοζε το "καφετζής , ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει". Στο καφενείο πάντως την Μεγάλη Βδομάδα οι ουζομεζέδες ήταν νηστήσιμοι υποχρεωτικά, αφού πάντα τους προετοίμαζε η γιαγιά μου. Η δική μου συνεισφορά στο μεγαλοβδομαδιάτικο τελετουργικό του καφενείου του παππού μου, ήταν να τον βοηθάω να κρεμάει από την κεντρική λάμπα του μαγαζιού τον βαλέ . Το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης διάλεγε από κάποια παλιά τράπουλα, που είχε για πέταμα, τον βαλέ σπαθί, τον τρυπούσε με ένα σύρμα και με σήκωνε στα χέρια του για να τον δέσω από το άγκιστρο του φωτιστικού, που ήταν πάνω από το κεντρικό τραπέζι του καφενείου. Το κρέμασμα του βαλέ υποτίθεται ότι συμβόλιζε το κρέμασμα του Ιούδα , αλλά στην ουσία σήμαινε την απαγόρευση της χαρτοπαιξίας για τις δυο -τρεις μέρες που απέμεναν μέχρι την Ανάσταση. Στην ιδιαίτερη αυτή καφετζίδικη θεολογική πρακτική όλως περιέργως επιτρεπόταν να παίζουν τάβλι , μια και είχαν συνδυάσει τα ζάρια από το τάβλι, με το μεγαλοβδομαδιάτικο " και επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον"
-Τρέχα να τον ξυπνήσεις τον ευλογημένο επανέλαβε πιο επιτακτικά η γιαγιά μου, αναψοκοκκινισμένη από την ντροπή της. Κουδούνια θα μας κρεμάσουν αύριο στο χωριό πέσ’ του.
Τα καινούργια, κατακόκκινα παπούτσια μου αντήχησαν στις πέτρινες πλάκες της εκκλησίας καθώς όλο προθυμία εκτέλεσα κυριολεκτικά και όχι μεταφορικά την εντολή τής γιαγιάς μου για να τρέξω .
-Ξύπνα παππού, ξύπνα. Ακόμα και ο κυρ Ανδρέας ο ψάλτης σε πήρε χαμπάρι και σε ψέλνει. "Κοιμάται ο Θανάσης και κοιμάται ο Θανάσης", δεν τον ακούς;
Πράγματι εκείνη την στιγμή ο ψάλτης βρισκόταν στην καταβασία του κανόνα του μεγάλου Σαββάτου
«Κύματι θαλάσσης, τον κρύψαντα πάλαι, διώκτην τύραννον...», αλλά στα αυτιά τα δικά μου ακουγόταν λες και έψελνε "κοιμάτι Θανάσης"
Άστραψαν γεμάτα θυμό τα γαλάζια μάτια του παππού μου ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε εμένα, καθώς τον άκουσα να μουρμουρίζει μέσα από τα δόντια του:
- Δυο λεπτάκια κοιμήθηκα κι εγώ ο έρμος, όλη την νύχτα θα με ψέλνει τώρα ο ρουφιάνος...
Η γιαγιά και ο παπούς έχουν κοιμηθεί για πάντα εδώ και χρόνια, το καφενείο έχει γκρεμιστεί κι εγώ έχω πάψει πια να καμαρώνω για κόκκινα παπούτσια. Σήμερα οι τράπουλες που παίζουμε καμιά φορά μπιρίμπα έχουν όλους τους βαλέδες τους ξεκρέμαστους...
------------------------------------------------------------------------
To κείμενο είναι λίγο μπαγιάτικο (από περσινό post), οι ευχές μου όμως είναι ολόφρεσκες προς όλους :Να πάρετε, να δώσετε και να μοιραστείτε ό,τι οι ψυχές σας λαχταρούν...